κυλινδρώνω

κυλινδρώνω
κυλίνδρωσα, κυλινδρώθηκα, κυλινδρωμένος
1. δίνω σε κάτι μορφή κυλίνδρου.
2. ισοπεδώνω επιφάνεια εδάφους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυλίνδρωση — η [κυλινδρώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυλινδρώνω*, η ισοπέδωση τών δρόμων με κύλινδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλινδρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 σε δημόσιο έγγραφο] …   Dictionary of Greek

  • κυλινδρίζω — βλ. κυλινδρώνω …   Dictionary of Greek

  • κυλινδρώ — και κυλιντρώ και κυλιντρίζω και κυλινδρώνω (AM κυλινδρῶ, όω, Μ και κυλιντρώ και κυλιντρίζω) [κύλινδρος] νεοελλ. δίνω σε κάτι μορφή κυλίνδρου, κυλινδρικό σχήμα νεοελλ. αρχ. ισοπεδώνω, ομαλίζω, λειαίνω μια επιφάνεια εδάφους ή έναν δρόμο, τήν… …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδρωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυλινδρώνω, η ισοπέδωση με κύλινδρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”